ὑπηρέμα

ὑπηρέμα
ὑπηρέμᾰ, Adv.
A softly, gently, D.P.1122 (nisi leg. ὑπ' ἠρέμα πορφυρέουσαν, i.e. ὑποπορφυρέουσαν).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ὑπηρέμα — softly indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπηρέμα — Α επίρρ. ήρεμα, ήσυχα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἠρέμα «ήσυχα, γλυκά»] …   Dictionary of Greek

  • ηρέμα — και ήρεμα (AM ἠρέμα) επίρρ. βλ. ήρεμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < η ρέμ ᾱ (το ᾱ < *n), συνδέεται με μια λεξιλογική ομάδα που σημαίνει «ήσυχος, ησυχάζω» σε διάφορες γλώσσες, όπως λ.χ. στις ινδοϊρανικές, βαλτικές, γερμανικές, κελτικές (αρχ. ινδ. ramate… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”